σιδηροσκόπιο

σιδηροσκόπιο
το, Ν
ιατρ. όργανο με ευαίσθητη μαγνητική βελόνη, κατάλληλο για τη διερεύνηση και την εξακρίβωση τής θέσης εξαιρετικά μικρών τεμαχίων σιδήρου ή χάλυβα μέσα στο μάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + -σκόπιο (< -σκόπος < σκόπος < σκέπτομαι), πρβλ. υδρο-σκόπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”