- σιδηροσκόπιο
- το, Νιατρ. όργανο με ευαίσθητη μαγνητική βελόνη, κατάλληλο για τη διερεύνηση και την εξακρίβωση τής θέσης εξαιρετικά μικρών τεμαχίων σιδήρου ή χάλυβα μέσα στο μάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + -σκόπιο (< -σκόπος < σκόπος < σκέπτομαι), πρβλ. υδρο-σκόπιο].
Dictionary of Greek. 2013.